- πάρελξη
- η1. το τράβηγμα από την ξηρά με πάρολκο ενός πλωτού μέσου, ενώ εκείνο πλέει αντίθετα στο ρεύμα, ρυμούλκηση από την ξηρά2. αστρον. μεταβολή τής ελλειπτικής τροχιάς ενός πλανήτη υπό την επίδραση τής παρουσίας κοντά σε αυτόν άλλου πλανήτη ή γενικά σώματος τού ηλιακού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. πάρελξις, μαρτυρείται από το 1878 στον Δ. Κοκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.