πάρελξη

πάρελξη
η
1. το τράβηγμα από την ξηρά με πάρολκο ενός πλωτού μέσου, ενώ εκείνο πλέει αντίθετα στο ρεύμα, ρυμούλκηση από την ξηρά
2. αστρον. μεταβολή τής ελλειπτικής τροχιάς ενός πλανήτη υπό την επίδραση τής παρουσίας κοντά σε αυτόν άλλου πλανήτη ή γενικά σώματος τού ηλιακού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. πάρελξις, μαρτυρείται από το 1878 στον Δ. Κοκίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρολκή — ή, ΝΜΑ [παρέλκω] νεοελλ. ναυτ. η ρυμούλκηση, το τράβηγμα από την ξηρά ενός πλοίου ή άλλου πλωτού μέσου με πάρολκο, αλλ. πάρελξη, κν. γεντεκλίκι μσν. αρχ. 1. αναβολή, βραδύτητα, αργοπορία, χρονοτριβή («παρολκή χρόνου», Πορφ.) 2. γραμμ. πλεονασμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”